- προανεψηφισμένοις
- προανεψηφισμένοις , πρό , ἀνά-ψηφίζομαιcountperf part mp masc/neut dat plπροανεψηφισμένοις , πρό-ἀναψηφίζωput to the vote againperf part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.